- ἀφανίζων
- ἀφανίζωmake unseenpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погоублѧти — ПОГОУБЛѦ|ТИ (84), Ю, ѤТЬ гл. 1.Уничтожать, губить; разорять чтол.: аще невѣжа есть. [кормчий] то и врѣмѧ [вм. во врѣмѧ] тишины погѹблѧеть корабль. и сѹща˫а в немь. КР 1284, 124в; Гътфомъ же всѧ грады и страны безъ мл(с)ти погѹблѧюще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… … Dictionary of Greek